- κουβανέζικος
- -η, -ο και κουβανικός, -ή, -ό [Κουβανέζος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κούβα ή προέρχεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβανικός — ή, ό [Κούβα] κουβανέζικος … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek